- φαζάνι
- και φεζάνι, το, Νφασιανός.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φασιανός — Ορνιθόμορφο πτηνό της οικογένειας των φασιανιδών. Κατάγεται από την Ασία, είναι συνήθως μεγάλο και έχει εντυπωσιακό φτέρωμα, ιδίως το αρσενικό. Ο κοινός ή κολχικός φ. (phasianus colchicus), που εισήχθη στην Ευρώπη από τα αρχαία χρόνια, φαίνεται… … Dictionary of Greek
μαστιγούμενοι — (flagellantes). Μέλη διάφορων αδελφοτήτων ή θρησκευτικών κινημάτων στη Δύση, οι οποίοι μαστιγώνονταν για λόγους μετανοίας ή εξιλέωσης. Από τα κινήματα αυτά (τα μέλη των οποίων ονομάζονταν επίσης πειθαρχούμενοι, κουκουλοφόροι ή δερόμενοι)… … Dictionary of Greek
φασιανός — ο 1. πουλί στο μέγεθος μικρής κότας, της οικογένειας Φασιανίδες, το φαζάνι, η αγριόκοτα. 2. (ζωολ.), γένος ορνιθοειδών πουλιών της οικογένειας Φασιανίδες που περιλαμβάνει πολλά είδη, των οποίων τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)